σφυγμοειδής

σφυγμοειδής
-ές, Μ
σφυγμώδης.
επίρρ...
σφυγμοειδῶς Μ
σαν την παλμική κίνηση τού σφυγμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”